- διασήμους
- διάσημοςclearmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
Ιούλιος — I Ο έβδομος μήνας του έτους, με 31 ημέρες. Ονομάστηκε Ι. προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα. Προηγουμένως ονομαζόταν Quintilis, γιατί στο ημερολόγιο του Ρωμύλου και του Νουμά Πομπιλίου ήταν ο πέμπτος μήνας (αρχίζοντας από τον Μάρτιο) του έτους. Κατά… … Dictionary of Greek
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
βεντάλια — Αντικείμενο ποικίλης ύλης και σχήματος που χρησιμεύει για την πρόκληση ελαφριάς κίνησης του αέρα, με σκοπό την ανακούφιση από τη ζέστη. Ο συνήθης τύπος αποτελείται από μερικές λεπτές βέργες που συγκρατούνται ακτινωτά στο κατώτερο σημείο τους και… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek